- προσετοιμάζω
- προσετοιμάζω, in [voice] Med.,A make preparations, PSI6.587.6 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσετοιμάζω — Α [ἑτοιμάζω] 1. ετοιμάζω επί πλέον, κάνω και άλλες προετοιμασίες 2. μέσ. προσετοιμάζομαι προετοιμάζομαι … Dictionary of Greek
προσετοιμάζει — προσετοιμάζω make preparations pres ind mp 2nd sg προσετοιμάζω make preparations pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσετοιμάζων — προσετοιμάζω make preparations pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσετοιμάσας — προσετοιμά̱σᾱς , προσετοιμάζω make preparations fut part act fem acc pl (doric) προσετοιμά̱σᾱς , προσετοιμάζω make preparations fut part act fem gen sg (doric) προσετοιμάσᾱς , προσετοιμάζω make preparations aor part act masc nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσετοιμάζοι — προσετοιμάζοῑ , προσετοιμάζω make preparations pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)